Μαρτυρία Χαλκιδέου που ανήκε στην Εβραϊκή Κοινότητα
από την virus Gogo
Με αφορμή την 28η Οκτωβρίου ( Επέτειος του ΟΧΙ) αποφάσισα να αντιγράψω ενα απόσπαμσμα απο το βιβλίο του Μαϊρ ΜαΪση " Αναμνήσεις του 1940-1945"που αναφέρεται σε όσα έζησε μέλος της εβραϊκής κοινότητας της πόλης μας για να καταλάβουμε τι βίωσαν οι Εβραίοι καθ’ όλη την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πιο συγκεκριμένα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Χαϊμ (Μάκης) Ηλία Κωστής
“ Αρχές του 1944 με πιάσανε οι ταγματασφαλίτες σε ενέδρα μετά από προδοσία στα Αμπέλια του Βασιλικού , μαζί με την αδερφή μου, τον Μενασέ Ιωσήφ Κοέν και τον Ιακώβ Ισαακ Φριζή. Μαζί μας τη επομένη, προστέθηκε και μία άλλη μου αδερφή η Λούλα , που είχε κατέβει να δει τι συμβαίνει και συνελήφθη, ευθύς ο καταδότης Κωνσταντίνος Τσότσος την αναγνώρισε και την κατέδωσε.
Μετά από μια εβδομάδα μας πήγαν στην οδό Μέρλιν και μετα στο Χαίδάρι. Ωστόσο έφεραν και πολλούς άλλους ομόθρησκους.
Στις 22 Ιουνίου μας φόρτωσαν όλους, σε κλειστά βαγόνια που έβαζαν τα άλογα τους και μετά οκτώ εφιαλτικές μέρες φθάσαμε στο Άουσβιτς γιατί το τραίνο κινούταν αργά… Σε ενδιάμεσους σταθμούς πρόσθεσαν και άλλα βαγόνια με συλληφθέντες από άλλες Κοινότητες.
Ήταν προχωρημένο σούρουπο όταν άνοιξαν οι πόρτες από τα βαγόνια. Ένα τοπίο τρομακτικό. Μαζί με τους Γερμανούς στρατιώτες κινούνταν και μερικοί με ριγωτές φόρμες, που έκαναν νοήματα στις μανάδες να δώσουν τα παιδιά στις γιαγιάδες, διότι γνώριζαν ότι μαζί με τα παιδιά θα πήγαιναν και αυτές στα “λουτρά” δηλαδή στους θαλάμους αερίων.
Προχωρούσαμε ανά πεντάδες και στο βάθος έκαιγε μια μεγάλη φλόγα που προερχόταν , όπως αργότερα μάθαμε από κάποιους μεγάλους λάκκους όπου έκαιγαν πτώματα , γιατί οι φούρνοι δεν αρκούσαν , με διάχυτη την έντονη μυρωδιά της καμένης σάρκας να είναι ανυπόφορη. Με τρόμο, έκπληξη και ρίγος αναρωτήθηκα.
"Θεέ μου σε τι τόπο μας έφεραν; Μήπως αυτή είναι η κόλαση που περιγράφει ο Δάντης….;" Από τους περίπου 2.500 που τελικά φθάσαμε εκείνο το βράδυ , ζωντανοί το πρωί είχαμε μείνει λιγότεροι από τους μισούς.
Σώθηκα , προσωρινά ,γιατί οι άνδρες και οι νέες γυναίκες που ήταν ικανοί για εργασία, όπως μάθαμε δεν οδηγούνταν ευθύς στους θαλάμους αερίων. Η ζωή μας όμως έγινε πραγματικά κόλαση, δεν στεκόμασταν ούτε στιγμή. “…..”
Στις 13 Ιανουαρίου 1945 μπήκα άρρωστος σε άθλια κατάσταση στο νοσοκομείο, Γνωρίζαμε καλά ότι όποιος έμπαινε στο νοσοκομείο δεν έβγαινε ζωντανός. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή. Όμως “για καλή μας τύχη” είχε έλθει διαταγή εκκένωσης του στρατοπέδου. Είχε μείνει μόνο ένα μικρό Γερμανικό απόσπασμα ,αλλά άρχισαν να πέφτουν βροχή οι βόμβες και οι Γερμανοί έφυγαν.
“…..” Ήμασταν ξαπλωμένοι στα τελευταία μας και περιμέναμε να πεθάνουμε σιγά -σιγά, μέχρι και του τελευταίου, όταν στις 27 Ιανουαρίου μπήκαν οι Ρώσοι και οι ελάχιστοι που είχαμε απομείνει μας μετέφεραν με καρότσια σε πρόχειρες μονάδες πρώτων βοηθειών.
Τελικά επέστρεψα στην Χαλκίδα τον Οκτώβριο του 1945.
Το 1993 επισκέφθηκα το Άουσβιτς… Ναι ήθελα να περπατήσω τον ίδιο τόπο, τους ίδιους θαλάμους.. όμως τώρα ελεύθερος, με την ελπίδα να διώξω τους εφιάλτες που με κυνηγούσαν μέρα νύκτα… , μάταια όμως. Ήθελα να κλάψω, όμως δεν μπορούσα.
Άρχισα να ψέλνω το Καντίς ,που και αυτό έμεινε στο πρώτο γράμμα, χαμένος στις εικόνες που έρχονταν καταιγιστικά βλέποντας σημεία την ηλεκτροπλεγμάτων που απελπισμένοι έπεφταν πάνω τους ,τα πρόσωπα αυτών που σωριάζονταν νεκροί στα πόδια μου όταν βαδίζαμε για τη δουλειά,χωρίς να τολμάς να βοηθήσεις αυτόν που σκόνταψε και έπεσε, γιατί αμέσως πίσω σου άκουγες έναν πυροβολισμό .
Έβλεπα τα πρόσωπα αυτών που έσβηναν πλάι μου στα σανιδένια κρεβάτια που ξαπλώναμε αγκαλιά , παγωμένοι και νηστικοί για να ζεσταθούμε και τα μάτια μας έκλειναν μόνο από εξάντληση , που μόνο αυτή κατάφερνε να βάλει στην άκρη το φοβερό συναίσθημα της πείνας….
Ναι ακόμα μυρίζω καμένες σάρκες….
Θεέ μου γιατί; Τι τέρατα ήταν; Τι ψυχή θα παραδώσουν ; Δεν πρέπει να είχαν ψυχή. Αλλά και αν είχαν , είμαι βέβαιος ότι και ο διάβολος ακόμα δεν θα τις δεχθεί στην κόλαση…
Αναχωρώντας από το στρατόπεδο.. Στην έξοδο έριξα μια τελευταία ματιά στις γραμμές του τρένου μέχρι το τέλος τους..εκείνη την στιγμή χωρίς να το καταλάβω , έκλαψα με λυγμούς που ανακατεύονταν με κάποιες λέξεις του Καντίς …
Πως είχα μπορέσει να περπατήσω για δεύτερη φορά αυτόν τον καταραμένο τόπο;;
Το βράδυ στο ξενοδοχείο ,τελείως μόνος ,αναρωτήθηκα! Είναι δυνατόν να είχα ζήσει μια τέτοια πραγματικότητα , ή ήταν ένα εφιαλτικό όνειρο; "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.