"Ο μπαμπάς, τα αδέρφια μου...;'' έλεγε κι ένα κρύο δάκρυ έτρεχε στο ματωμένο σχεδόν πρόσωπό του.
''Θα ζω το επόμενο πρωί..; Κι αν ζω,ποιο το νόημα να είμαι εδώ; Δεν αντέχω άλλο να ακούω τις κραυγές, να βλέπω τον πόνο στα μάτια των ανθρώπων κι εγώ να πρέπει να συνεχίζω να ζω σαν να μην τρέχει τίποτα! Όχι δεν το αντέχω! Γιατί Θεέ μου,μου το έκανες αυτό; Γιατί να μην υπάρχει ούτε λίγη ανθρωπιά σε αυτόν τον κόσμο; Όμως ένα πράγμα σου ζητώ! Συγχώρησε όλους αυτούς που με την μαύρη τους ψυχή σκορπίζουν παντού τον θάνατο..."